Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η δημοπρασία

См. также в других словарях:

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — η δημόσια πλειοδοτική πώληση αντικειμένου ή περιουσιακών στοιχείων, ο πλειστηριασμός: Αγόρασε το σπίτι του από δημοπρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδημοπρασία — η επανάληψη δημοπρασίας, η εκ νέου δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δημοπρασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • δημοπρατώ — ( έω) 1. πουλάω κάτι σε δημοπρασία 2. αναθέτω την εκτέλεση έργου με δημοπρασία, με μειοδοτικό διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • μειοδοτώ — έω είμαι μειοδότης σε δημοπρασία, προσφέρω μικρότερη τιμή σε δημοπρασία που γίνεται για την ανάληψη ενός έργου ή για την προμήθεια ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πλειοδοτώ — πλειοδότησα, δίνω, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία, υπερθεματίζω: Στη δημοπρασία πλειοδότησε ο Γ.Π …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλειστηριάζω — πλειστηρίασα, πλειστηριάστηκα, βάζω κάτι σε πλειστηριασμό, σε δημοπρασία, πουλώ κάτι με δημοπρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαλος — (I) η, ο 1. απαλός, μαλακός 2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης β) ανίκανος, αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + απαλός]. (II) ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω] 1. η ανάπαλση* 2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία …   Dictionary of Greek

  • ανακηρύσσω — (Α ἀνακηρύσσω) (αττ. ττω) 1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω 2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί 2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηρύσσω. ΠΑΡ. ανακήρυξις νεοελλ. ανακηρυκτής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»