-
1 δημοπρασία
[димопрасиа] ουσ. Θ. аукцион.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημοπρασία
-
2 аукцион
аукцион м η δημοπρασία продать с \аукциона δημοπρατώ* * *мη δημοπρασίαпродать с аукцио́на — δημοπρατώ
-
3 аукцион
аукционм ὁ πλειστηριασμός, ἡ δημοπρασία:продава́ть с \аукциона πουλώ σέ δημοπρασία, δημοπρατώ. -
4 торг
торгм1. (действие) τό παζάρεμα·2. (базар) уст. ἡ ἀγορά·3. \торги́ мн. ἡ δημοπρασία:продавать с \торго́в πουλώ στή δημοπρασία. -
5 аукцион
1. (продажа товаров, предварительно выставленных для осмотра) η δημοπρασία 2. (принудительная продажа имущества неплатежеспособных должников) о πλειστηριασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аукцион
-
6 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
7 публичный
(открытый, гласный) δη-μόσι/ος- ые торги η δημοπρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > публичный
-
8 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
9 торги
η δημοπρασία, οι διαπραυματεύ-σειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торги
-
10 продажа
продаж||аж τό πούλημα, ἡ πούληση, ἡ πώλησις:оптовая (розничная) \продажа ἡ χονδρική (ή λιανική) πώλησις· купля· \продажа ἡ ἀγοραπωλησία· \продажа с аукциона ὁ πλειστηριασμός, ἡ δημοπρασία· пустить в \продажау βγάζω γιά πούλημα· поступить в \продажау ἀρχίζω νά πουλιέμαι. -
11 публичный
публичн||ыйприл δημόσιος:\публичныйая библиотека ἡ δημοσία βιβλιοθήκη· \публичныйая лекция ἡ διάλεξη γιά τό κοινό, ἡ δημοσία διάλεξη· ◊ \публичныйая женщина ἡ πόρνη, ἡ δημόσια· \публичныйый дом οίκος ἀνοχής· \публичныйые торги ἡ δημοπρασία. -
12 распродавать
распродаватьнесов (ξε)πουλῶ / ἐξαντλῶ (книги):\распродавать с молотка (ξε)πουλῶ στή δημοπρασία. -
13 аукцион
-а α.δημοπρασία πλειοδοτική, πλειοδοτισμός πλειστηριασμός. -
14 аукционист
-а α.ο ενεργών δημοπρασία. -
15 молоток
-тка α. σιουρί•сапожный молоток σφυρί υποδηματοποιού•
плотничий молоток σφυρί ξυλουργού•
слесарный молоток σφυρί εφαρμοστή•
βλ. киянка. || χτυπητήρι, ρόπτρο•молоток дверной молоток το χτυπητήρι της πόρτας.
εκφρ.отбойный молоток – πιστολέτο, μηχανική σφύρα•пневматический молоток – σφυρί με πεπιεσμένο αέρα ή αεροκίνητο, αερόσφυρα•пойти ή продавать с -тка – βάζω στο σφυρί (εκθέτω στη δημοπρασία, εκποιώ). -
16 переторжка
-и θ. παλ.1. δημοπρασία για δεύτερη φορά.2. μεταπούληση. -
17 публичный
επ.δημόσιος•-ая лекция διάλεξη για το κοινό•
-ая библиотека δημόσιαβιβλιοθήκη•
-ые здания δημόσια κτίρια.
εκφρ.публичный дом – πορνείο, οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο•- ая женщина – γυναίκα κοινή, δημόσια• πόρνη•- ое право – δημόσιο δίκαιο•- ые торги – δημοπρασία, πλειστηριασμός. -
18 торг
См. также в других словарях:
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
δημοπρασία — η δημόσια πλειοδοτική πώληση αντικειμένου ή περιουσιακών στοιχείων, ο πλειστηριασμός: Αγόρασε το σπίτι του από δημοπρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδημοπρασία — η επανάληψη δημοπρασίας, η εκ νέου δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δημοπρασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
δημοπρατώ — ( έω) 1. πουλάω κάτι σε δημοπρασία 2. αναθέτω την εκτέλεση έργου με δημοπρασία, με μειοδοτικό διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
μειοδοτώ — έω είμαι μειοδότης σε δημοπρασία, προσφέρω μικρότερη τιμή σε δημοπρασία που γίνεται για την ανάληψη ενός έργου ή για την προμήθεια ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
πλειοδοτώ — πλειοδότησα, δίνω, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία, υπερθεματίζω: Στη δημοπρασία πλειοδότησε ο Γ.Π … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλειστηριάζω — πλειστηρίασα, πλειστηριάστηκα, βάζω κάτι σε πλειστηριασμό, σε δημοπρασία, πουλώ κάτι με δημοπρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
ανάπαλος — (I) η, ο 1. απαλός, μαλακός 2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης β) ανίκανος, αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + απαλός]. (II) ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω] 1. η ανάπαλση* 2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία … Dictionary of Greek
ανακηρύσσω — (Α ἀνακηρύσσω) (αττ. ττω) 1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω 2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί 2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηρύσσω. ΠΑΡ. ανακήρυξις νεοελλ. ανακηρυκτής … Dictionary of Greek